- τηλεκατεύθυνση
- [-ις (-εως)] η воен, теленаведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τηλεκατεύθυνση — η, Ν τεχνολ. η από απόσταση οδήγηση ενός κινητού μέσου, όπως λ.χ. αεροπλάνου, πλοίου, βλήματος κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. teleguidage < tele (< τηλ[ε] * + guidage (< guider «οδηγώ, κατευθύνω»)] … Dictionary of Greek
τηλεκαθοδήγηση — η, Ν τεχνολ. τηλεκατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + καθοδήγηση. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. teleguidage (βλ. και τηλεκατεύθυνση)] … Dictionary of Greek
αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεκατευθυνόμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να κατευθύνεται από μακριά («τηλεκατευθυνόμενα παιχνίδια») 2. μτφ. αυτός που ενεργεί κατ εντολήν άλλων, οι οποίοι τόν κατευθύνουν χωρίς να φαίνονται 3. φρ. «τηλεκατευθυνόμενο βλήμα» στρ. βλήμα τού οποίου η τροχιά… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek